Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου


- Εκλεκτοί ομιλητές και προσκεκλημένοι,

- Κυρίες και κύριοι,

Καλησπέρα σας,

Πρέπει να πω ότι είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που σε αυτή την χρονική συγκυρία εκδίδεται ένα τόσο σημαντικό πόνημα. Η Αστυνομία Κύπρου βρίσκεται σε μια περίοδο εποικοδομητικής εξωστρέφειας σε μια συνεχή, επίμονη και επίπονη θα΄ λεγα προσπάθεια για την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό της και τέτοια συγγράμματα, βέλτιστες πρακτικές και προσεγγίσεις άλλων χωρών αποτελούν σημαντικά εργαλεία στα χέρια μας.

Είναι με ιδιαίτερη χαρά που απευθύνω λοιπόν χαιρετισμό στην αποψινή παρουσίαση του σημαντικού αυτού βιβλίου, με τίτλο «ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: Η Κοινοτική Αστυνόμευση στην Κύπρο», συγγραφέας του οποίου είναι ο πρώην Αξιωματικός της Αστυνομίας, Μιχάλης Χατζηδημητρίου. Ένας άνθρωπος, που προσέφερε την εξειδίκευση του στην επιστήμη της εγκληματολογίας, αλλά και την επαγγελματική αφοσίωση του στην Αστυνομία Κύπρου, από το 1998 μέχρι το 2006. Πέραν από την επαγγελματική συνδρομή του στην Αστυνομία, ευθυγράμμισε τόσο την ερευνητική όσο και την ακαδημαϊκή του πορεία προς το αντικείμενο της αστυνόμευσης. Το υπό αναφορά ανάγνωσμα, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς εκπορεύεται από προσωπικές επαγγελματικές εμπειρίες, οι οποίες, σε συνάρτηση με ακαδημαϊκά ερωτήματα και προβληματισμούς, απαντώνται με ερευνητικά υποστηριζόμενες τοποθετήσεις.

Ομολογουμένως, στο πρώτο αντίκρισμα του τίτλου του βιβλίου, ο αναγνώστης, ευλόγως θα μπορούσε να αμφισβητήσει την εννοιολογική σύζευξη της κοινοτικής αστυνόμευσης με την επιστήμη της εγκληματολογίας. Ωστόσο, καθώς διεισδύει περισσότερο στο περιεχόμενο του, διαπιστώνει ότι η ανάλυση του θεσμού της κοινοτικής αστυνόμευσης γίνεται μέσω της ιστορικής, αλλά και σύγχρονης, ιχνηλάτησης της εγκληματικότητας στην Κύπρο, με αναφορές σε εγκληματολογικές έννοιες και θεωρίες όπως είναι, μεταξύ άλλων, η αφανής εγκληματικότητα, ο τυπικός και άτυπος κοινωνικός έλεγχος, η χαρτογράφηση του εγκλήματος, και η προσέγγιση των «σπασμένων παραθύρων».

Η κοινοτική αστυνόμευση, ως έννοια, άλλα και ως πρακτική αστυνόμευσης, αποτελεί τον πυρήνα του συγγράμματος, το οποίο σε αρκετά σημεία αναφέρεται στο βαρύνουσας σημασίας ρόλο που διαδραματίζει ο θεσμός της Αστυνομίας προς την ορθολογιστική εφαρμογή τέτοιας μορφής αστυνόμευσης. Όπως συγκεκριμένα επισημαίνεται στο ανάγνωσμα, για να καταστεί πιο αποτελεσματικός ο ευρύτερος θεσμός της κοινοτικής αστυνόμευσης θα πρέπει η Αστυνομία, να ενισχύσει το βαθμό εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτήν, να εστιαστεί στις ευαισθησίες του, καθώς και να τονώσει το αίσθημα της ασφάλειας. Πράγματι, έχοντας αυτά κατά νου, η Αστυνομία, έχει αναθεωρήσει την αντεγκληματική της προσέγγιση και, παράλληλα με τη δυτικότροπη τάση προς την υιοθέτηση πιο σύγχρονων αλλά και πιο ήπιων προσεγγίσεων αστυνόμευσης, έχει τροχοδρομήσει και υλοποιεί ένα σύνολο από δράσεις οι οποίες εστιάζονται στη σφυρηλάτηση εύρωστων σχέσεων με τους πολίτες.

Βέβαια, η Αστυνομία είναι ένας θεσμοθετημένος φορέας, αποτελούμενος από μέλη επικεντρωμένα στην εφαρμογή του νόμου. Ωστόσο, η αστυνόμευση, δεν διεξάγεται μόνο από την Αστυνομία. Απεναντίας, η συμβολή των πολιτών προς αυτή την κατεύθυνση έχει καταλυτικό ρόλο. Εξάλλου, αυτή ήταν και η αρχική φιλοσοφία του Αθηναϊκού δικαιικού συστήματος. Δηλαδή, ο έλεγχος κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου, από τον ίδιο τον πολίτη. Η αμφίδρομη αυτή σχέση τυπικού και άτυπου ελέγχου έχει διαχρονική ισχύ, αφού σήμερα, οι πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις αστυνόμευσης είναι αυτές που επικεντρώνονται στη συσπείρωση και συνεργασία της αστυνομίας με τους πολίτες, όπου το δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον συνυφαίνονται.

Είναι εις γνώση μας, ότι η κοινοτική αστυνόμευση θέλει την αστυνομία να εργάζεται, όχι μόνο για τον πολίτη, αλλά μαζί με τον πολίτη, δίπλα και όχι απέναντι του, όπως συχνά αναφέρω, προς τη χάραξη συναντιλήψεων και εδραίωση αντεκγληματικών συνεργιών. Η κοινοτική αστυνόμευση είναι ένας ορισμός ομπρέλα, και καλύπτει ένα σύνολο άλλων μεθόδων αστυνόμευσης, όπως τον παρατηρητή της γειτονιάς, την αστυνόμευση με βάση την επεξεργασμένη πληροφορία, την αστυνόμευση των εγκληματολογικά βεβαρημένων μικρο-περιοχών και, εν μέρει, την τεχνολογικά υποβοηθούμενη αστυνόμευση ή όπως είναι κοινώς γνωστή, την έξυπνη αστυνόμευση.

Η Αστυνομία Κύπρου, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, έχει κάνει σταθερά και προοδευτικά βήματα προς την εδραίωση των προαναφερθέντων. Συγκεκριμένα, άρχισε να αποκτά, προηγμένης τεχνολογίας εξοπλισμό, έχει κεντροποιήσει και ενισχύσει σε αριθμό το θεσμό του αστυνομικού της γειτονιάς (όχι όμως στο βαθμό που θα θέλαμε ένεκα της δραστικής μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού συνεπεία της παγοποίησης των προσλήψεων), έχει επεκτείνει το θεσμό του παρατηρητή της γειτονιάς, και είναι στο τελικό στάδιο χαρτογράφησης του εγκλήματος. Οι δράσεις αυτές έχουν κοινό παρονομαστή, την πρόληψη και καταπολέμηση του εγκλήματος μέσα από τη βελτιστοποίηση της σχέσης αστυνομίας πολίτη, καθώς και τη μεγιστοποίηση της συνεργασίας των δύο.

Στο σύγγραμμα, πολύ εύστοχα επισημαίνεται ότι αρκετά μέτρα που λαμβάνονται από την Αστυνομία δεν τυγχάνουν επιστημονικής αξιολόγησης και χρησιμοποιείται ως παράδειγμα η πρακτική των πεζών περιπολιών της Αστυνομίας. Εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι το κενό της επιστημονικής καθοδήγησης της Αστυνομίας βάσει εμπειρικών ευρημάτων, ήταν και προσωπική μου διαχρονική διαπίστωση, για αυτό και με την ανάληψη των καθηκόντων μου ως Αρχηγού Αστυνομίας, εγκαθιδρύσαμε μόλις πέρσι, το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, το οποίο έχει ήδη εκπονήσει εμπειρικές έρευνες αξιολόγησης (evaluation research). Αναγνωρίζεται το γεγονός ότι η Αστυνομία, όπως κάθε σύγχρονος οργανισμός, προκειμένου να αναλάβει στοχευμένη δράση πρέπει πρώτα να είναι σε θέση να προσδιορίσει ένα πρόβλημα, να το κατανοήσει, να εφαρμόσει κατάλληλες δράσεις προς επίλυση του, και ακολούθως να αξιολογήσει τα αποτελέσματα των δράσεων και όπου απαιτείται, να επανασχεδιάσει την όλη προσέγγιση τους. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο άρχισε να κινείται πλέον η Αστυνομία Κύπρου και, σε αυτό το πλαίσιο είναι που εντάσσεται και η εγκαθίδρυση του εν λόγω ερευνητικού κέντρου.

Παράλληλα, στο ανάγνωσμα αναφέρεται το φαινόμενο του αφανούς εγκλήματος, το οποίο όπως ορθώς επισημαίνει ο συγγραφέας, εκπηγάζει από τη μη καταχώρηση όλων των εγκλημάτων από την Αστυνομία και την απουσία των αυτοσυμπληρούμενων ερευνών θυματοποίησης. Σε αυτό να προσθέσω ότι η αφανής εγκληματικότητα είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που πολλές φορές αγγίζει μέχρι και το 75 τοις εκατό της πραγματικής εγκληματικότητας (δηλαδή αυτής που συμβαίνει αλλά ποτέ δεν καταγράφεται). Τούτο κατά τη γνώμη μας αποτελεί τροχοπέδη στον σχεδιασμό αποτελεσματικής αντεγκλητικής πολιτικής και στην εφαρμογή της πλέον κατάλληλης επιχειρησιακής δράσης. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που το θέμα αυτό είχε τεθεί ως προτεραιότητα και στρατηγικός στόχος και έχουν δοθεί σχετικές οδηγίες προς αναθεώρηση του μηχανισμού καταγραφής του εγκλήματος. Απώτερος σκοπός είναι η καταγραφή όλου του εγκλήματος που καταγγέλλεται στην Αστυνομία, αλλά και όλων των οδικών συγκρούσεων. Με τον τρόπο αυτό, η Αστυνομία θα μπορέσει να αξιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό όλα τα μέσα που έχει στη διάθεση της, στοχευμένα, μεθοδικά και συνεπώς, αποτελεσματικά. Όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσοστού της θυματοποίησης, γίνεται προεργασία από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών για την εκπόνηση σχετικής εμπειρικής έρευνας (που θα βασίζεται στο British Crime Survey), σε συνεργασία με ακαδημαϊκό ινστιτούτο.

Ένα σημείο στο βιβλίο που θα έλεγα χρήζει διευκρίνησης, είναι η αναφορά που γίνεται σε «υψηλή παρουσία αστυνομικών» στην Κύπρο και, στο ότι η αστυνομική πυκνότητα (αναλογία αστυνομικού – πολίτη) φτάνει μέχρι και το 1 προς 170. Έχουμε διαφορετική άποψη επί του θέματος αγαπητέ Μιχάλη, καθώς η λειτουργία της Αστυνομίας Κύπρου διαφέρει από άλλους αστυνομικούς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα αυτούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην Κύπρο, η πολιτεία έχει επιφορτίσει την Αστυνομία με δράσεις (όπως για παράδειγμα η λειτουργία της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (μερικώς), της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, της Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, και (μερικώς) της Ασφάλειας Αεροδρομίων, της επίδοσης κλήσεων και ΦΑΠ, του ελέγχου αδειών πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους, και της παράνομης στάθμευσης) που σε άλλα κράτη δεν εκτελούνται από αστυνομικούς οργανισμούς. Συνεπώς, εάν υπολογίσουμε την αστυνομική πυκνότητα βάσει του αριθμού των αστυνομικών που εκτελούν αστυνομικά καθήκοντα, ως αυτά προσδιορίζονται στις πλείστες χώρες και περιλάβουμε το τουριστικό ρεύμα, που είναι τριπλάσιο του πληθυσμού μας σε αριθμό, τότε, η αστυνομική πυκνότητα ανέρχεται σε ένα αστυνομικό ανά 287 πολίτες.

Πάρα ταύτα, επιπρόσθετα των όσων έχω αναφέρει, οι τεκμηριωμένες τοποθετήσεις και προβληματισμοί που αναδύονται μέσα από το πολυσέλιδο περιεχόμενο του βιβλίου, δίνουν υπόσταση στο πόνημα του φίλου Μιχάλη Χατζηδημητρίου, και δεν μπορούν παρά να το πιστώσουν με εγκυρότητα.

Αναγνώσματα σαν και αυτό, ενδυναμώνουν την τοπικά παραγόμενη γνώση σε θεματικές, που μέχρι και σήμερα, δυστυχώς, παραμένουν ανεξερεύνητες στον τόπο μας. Το πόνημα αυτό, θα αποτελέσει σημαντικό βοήθημα στην προσπάθεια που καταβάλλεται για την αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμό της Αστυνομίας Κύπρου, αλλά και στην εφαρμογή, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της φιλοσοφίας που βρίσκεται πίσω, αν θέλετε αυτού που ονομάζεται κοινοτική αστυνόμευση.

Φίλε Μιχάλη, σου εύχομαι τα βέλτιστα και να συνεχίσεις να προσφέρεις στην κοινωνία, με την ίδια θέρμη και αφοσίωση.

Ευχαριστώ.