Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου


«Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστο, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της: «Είμαι περήφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου».

Γιάννης Ρίτσος, «Αποχαιρετισμός»

Θεοφιλέστατε Χωρεπίσκοπε Μεσαορίας,

Σεβαστή μου κυρία Χρυσταλλού, αδελφή του Γρηγόρη Αυξεντίου,

Σεβαστοί μου αδελφές και αδέλφια των ηρώων της Λύσης,

Έντιμοι κύριοι βουλευτές και εκπρόσωποι Κοινοβουλευτικών Κομμάτων,

Αξιότιμε Δήμαρχε Λύσης,

Εκλεκτοί Προσκεκλημένοι,

Κυρίες και Κύριοι,


Με εθνική υπερηφάνεια, απέραντο σεβασμό και βαθιά συγκίνηση προσήλθαμε σήμερα εδώ για να αποτίσουμε τον προσήκοντα και οφειλόμενο φόρο τιμής και αναγνώρισης, στα έντεκα πανάξια τέκνα του κατεχόμενου Δήμου της Λύσης. Σε αυτούς τους ήρωες, στους λεβεντονιούς, που δεν λύγισαν, δεν γονάτισαν απέναντι στην κραταιά βρετανική αποικιοκρατία που τίμησαν τον όρκο τους και αγωνίστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις για την απελευθέρωση της Κύπρου, θυσιάζοντας και αυτήν την ίδια τη ζωή τους. Δέος και ανυπόκριτο θαυμασμό γεμίζουν σήμερα οι καρδιές μας για τους Λυσιώτες πεσόντες του απελευθερωτικού αγώνα 1955-1959: Γρηγόρη Αυξεντίου, Πάτροκλο Κόκκινο, Αναστάση Σουρουλλά, Γεώργιο Χατζηιωνά, Χριστοφή Παναγίδη, Μιχάλη Κκαίλη, Δημητράκη Φανή, Καλλή Σακκά, Πέτρο και Παύλο Νικολέττη, Μιχάλη Τούμπα.

Η 1η Απριλίου του 1955, η έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα διάνοιξε ένα νέο κεφάλαιο, μια νέα χρυσή σελίδα στην τρισχιλιόχρονη ελληνική ιστορία του νησιού μας. Εκείνο το πρωταπριλιάτικο χάραμα του ‘55, ο λαός μας παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Παύει να είναι το άβουλο και εύκολο άθυρμα στη θέληση των ισχυρών και προκρίνει αποφασιστικά και μοναχικά το δρόμο της δυναμικής ένοπλης διεκδίκησης των δικαίων του. Επιλέγει, συνειδητά, το δρόμο του χρέους, διεκδικώντας το δικαίωμα της εθνικής αποκατάστασης, που πεισματικά του αρνούνταν οι ξένοι δυνάστες.

Οι Κύπριοι έκλεισαν τ’ αυτιά στο σαγηνευτικό τραγούδι των Σειρήνων του εθνικού εκμαυλισμού, του εξανδραποδισμού και της ταπείνωσης. Απέρριψαν τις ψεύτικες υποσχέσεις, που τους έταζαν επίγειους παραδείσους ευδαιμονίας, με αντάλλαγμα την εθνική τους τι­μή και την ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια. Προσπέρασαν, μ' έσχατη περιφρόνηση, τους κήρυκες της ηττοπάθειας. Καταφρόνησαν τους προφήτες του συσχετισμού των δυνάμεων και βγήκαν στα μαρμαρένια αλώνια, νέοι αυτοί Διγενήδες, ν' αναμετρηθούν με τον Χάρο, τον καταπατητή της γης τους και καταπιεστή των εθνικών τους ονείρων.

Σε αυτή τη σκληρή αναμέτρηση των τεσσάρων χρόνων (1955-1959) οι ήρωες της Ε.Ο.Κ.Α. έδωσαν υψηλά δείγματα αγωνιστικής αρετής μπροστά στον καθημερινό κίν­δυνο και στον θάνατο και ανέβηκαν τα ακρότατα σκαλοπάτια ηρωισμού και της αυτοθυσίας «και μόνοι και μετά πολλών», επιβεβαιώνοντας περίτρανα και με τον πιο λαμπρό τρόπο την εθνική τους φυσιογνωμία. Και απέδειξαν στον κόσμο, για ακόμη μια φορά, όπως τους έγραψε στο προσκλητήριο του αγώνος ο αρχηγός Διγενής, ότι και «του σημερινού Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει». Ήξεραν ότι «ο αγών θα ήταν σκληρός», ότι «ο δυνάστης διέθετε τα μέσα και τον αριθμόν.» Οι Κύπριοι όμως «διέθεταν την ψυχήν, και είχαν και το δίκαιον με το μέρος τους.»

Ενωμένος ο Κυπριακός Ελληνισμός μπροστά στην Πατρίδα, με φρόνημα αδούλωτο, αποφασισμένος να ζήσει ελεύθερος στα ιερά του χώματα, έγραψε τη δική του ιστορία με το αίμα του, που έρρευσε άφθονο από τα κορμιά των παιδιών του. Αυτά τα νέα αμούστακα παιδιά πίστεψαν στη νίκη, όπως πίστεψαν πως θα νικούσαν, ο αρχαίος Έλληνας τους Πέρσες και ο σύγχρονος Έλληνας του 1821 τους Τούρκους και του 1940 τους Ιταλογερμανούς. Κι’ αυτή η πίστη έφερε το θαύμα. H ψυχή τους ποθούσε την Ελευθερία. Με την ψυχή ανέβηκαν την αγχόνη, με την ψυχή κάηκαν ζωντανοί, με την ψυχή πολέμησαν στα βουνά, στα χωριά και στις πόλεις, με την ψυχή έζησαν κάθε δύσκολη ώρα, κάθε δύσκολη στιγμή του αγώνα. Το μαρ­τυρούν τα φυλακισμένα μνήματα, τα κρησφύγετα του αγώνα και της θυσίας, τα πεδία των μαχών. Το μαρτυρεί και η ηρωομάνα μεσσαρήτικη γη της Λύσης. Μια γη που αξιώθηκε να γεννήσει πολλούς Ημίθεους του Πανθέου της κυπριακής ελευθερίας. Μια γη που αξιώθηκε, όσο λίγες περιοχές, να γαλουχήσει εκείνους που έγραψαν με τη θυσία τους το εγχειρίδιο του ήρωα.

Ο 20 χρόνων λεβεντονιός Πάτροκλος Κόκκινος θυσίασε τα ανέ­μελα νιάτα του στο βωμό της ελευθερίας, όταν πήρε εκούσια τη μεγάλη απόφαση της θυσίας. Το σκηνικό στήνεται στη Λύση: οι αντάρτες ετοιμάζουν επίθεση, οι Άγγλοι τους εντοπίζουν και τους περικυκλώνουν. Ο τολμηρός Πάτροκλος, ξεπροβάλλει ως άλλος μυθικός ήρωας και αρχίζει να πυροβολεί, αιφνιδιάζοντας τον αριθμητικά υπεράριθμο εχθρό. Οι Άγγλοι τον κυνηγούν. Η τύχη του προδιαγεγραμμένη. Η γη της Λύσης, στις 10 Φεβρουαρίου του 1957, ποτίζεται, για πρώτη φορά, με αίμα παιδιού της. Ενός παιδιού που αναγκάστηκε να ωριμάσει από τη μια στιγμή στην άλλη, που ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε αδάμα­στο πολεμιστή και έγινε δάσκαλος τόλμης και αρετής, και αξιώθηκε να κατακτήσει το υπέρλαμπρο φωτοστέφανο του ήρωα. Η περηφάνια της μάνας του, της κυρίας Πηνελούς, εκφράστηκε με τα λιτά της λόγια: «Αφού εν επαραδόθηκεν τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν, ας έσσει την ευτζήν μου».

Ο 29 χρόνων Σταυραετός του Μαχαιρά, Γρηγόρης Αυξεντίου. Ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία. Ο Γρηγόρης περικυκλωμένος από χερσαίες και εναέριες αγγλικές δυνάμεις, γίνεται, στις 03 Μαρτίου του 1957, ολοκαύτωμα. Τη συγκλονιστική εκείνη στιγμή παύει να γράφει ιστορία και γίνεται ο ίδιος ένα με την ιστορία, γίνεται εμπειρικό παράδειγμα ελληνικής αρετής. Ήταν το τέλος ενός ανθρώπου που απέδειξε ότι ο ηρωισμός δεν είναι λόγια, και θεωρίες, αλλά αποφάσεις και πράξεις. «Εγώ», τους λέει, «θα πολε­μήσω και θα πεθάνω. Πρέπει να πεθάνω! Έτσι είπε! Και σείστηκε η γης. Κι αντιλάλησαν οι αιώνες…». Ο πατέρας του ο Πιερής όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του παιδιού του έσφιξε τα χείλη σχεδόν χαμογέλασε. Δεν ήθελε να δώσει στους Άγγλους τη χαρά πως κατάφεραν να τον λυγίσουν. Τραγουδούσε: «Δεν κλαίω που σε έχασα, που σ' είχα για καμάρι, κλαίω που δεν έχω άλλον γιο τη θέση σου να πάρει». Κι η μάνα του, η Αντωνού, αναφωνούσε: «Χαλάλιν της Πατρίδας μου ο γιος μου, η ζωή μου». Και δίνοντας τη ζωή του έγινε διαχρονικό παράδειγμα ηρωισμού υπερομηρικού και πρότυπο εσαεί. Πέρασε στην αθανασία και στην άφθαρτη μνήμη της ιστορίας ως ο Ζήδρος, ο Αίας, ο Άρης, ο Ρήγας, κατακτώντας την πιο περίοπτη θέση στο χρυσό βάθρο των ηρώων της ΕΟΚΑ.

Ο 26 ετών λεβέντης Αναστάσιος Σουρουλλάς, του Μιχαήλ και της Μαρίας, κλαδευτής και εμβολιαστής δέντρων και αμπελιών. Όπως έδινε νέα ζωή στη φύση, έδωσε με τη ζωή του νέα ελπίδα στο έθνος. Ο 20 χρόνων ήρωας Γεώργιος Χατζηιωνά του Ιωνά και της Χριστίνας, παιδί πενταμελούς οικογένειας, κτίστης στο επάγγελμα και θηρίο στη ψυχή. Το μόλις 19 χρόνων παλληκάρι Χριστοφής Παναγίδης, του Παναγή και της Μαριτσούς. Όντας ελαιοχρωματιστής, έδινε χρώμα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, έδωσε και χρώμα στα όνειρα των Kυπρίων για εθνική απελευθέρωση. Οι τρεις αυτοί αγωνιστές, κατά την 1η Αυγούστου 1958, έστησαν ενέδρα στους Άγγλους, κατά την οποία κτυπήθηκαν τρία στρατιωτικά αυτοκίνητα, επιφέροντας απώλειες και τραυματισμούς στρατιωτών. Για αντίποινα, οι Άγγλοι επιβάλλουν δεκαπενθήμερο περιορισμό και διεξάγουν έρευνες για εντοπισμό των υπαιτίων. Ο Τάσος, ο Γιώργος και ο Χριστοφής καταφέρνουν να διαφύγουν για να εντοπιστούν λίγες ημέρες αργότερα από ελικόπτερο και να θανατωθούν με βαναυσότητα. Πέρασαν στο πάνθεο των αθανάτων, αποδεικνύοντας ότι «του ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται», αφού έμειναν για πάντα στη μνήμη και στην καρδιά μας και θρονιάστηκαν στο βάθρο της αιωνιότητας, κερδίζοντας με την αξία τους την πιο ζηλευτή θέση ανάμεσα σε αυτούς που αξιώθηκαν την αθανασία.

Η Λύση δικαιούται να αισθάνεται υπερήφανη για ακόμη τρία άξια τέκνα της που στις 23 του Αυγούστου του 1958 έπραξαν, στο ακέραιο, το καθήκον τους απέναντι σε αυτό που θεωρούσαν ότι πολυτιμότερο, ότι ιερότερο στη ζωή, την πατρίδα τους. Ο Μιχάλης Κκαίλης, ο Δημήτρης Φανή, ο Καλλής Σακκάς.

Το 25χρονο παλληκάρι Μιχάλης Κκαίλης Σιάλος, παιδί του Παναγή και της Μαριτσούς. Διακρινόταν για την τόλμη και την ανδρεία του. Συμμετείχε σε ενέδρες, σε κατασκευή χειροβομβίδων, σε μεταφορές οπλισμού και απόκρυψη καταζητούμενων. Όταν τον Αύγουστο του 1956 επικηρύχθηκε από τους Άγγλους, έφυγε από το σπίτι έχοντας βαθιά στη συνείδησή του τα λόγια του αγαπημένου του πατέρα: “Να πας στο καλό, παιδί μου. Νεκρό στο σπίτι μου σε δέχομαι, προδότη όχι”. Και έπεσε νεκρός μαχόμενος για τη λευτεριά, κερδίζοντας επάξια μια περίοπτη θέση στις χρυσές σελίδες της κυπριακής ιστορίας. Αξέχαστα παραμένουν τα λόγια του κυρίου Παναγή: «Ο Σιάλος μου ήταν αετός. Ο αετός δεν πιάνεται τζιαι σε κλουβί δεν μπαίνει, μα σιήζει τα ουράνια τζιαι ζωντανός πααίνει». Και σαν ατρόμητος αετός πέταξε ψηλά. Εκεί που δεν υπήρχε γυρισμός, για να γραφτεί στην αιωνιότητα.

Ο 22 χρόνων ανδρείος Δημητράκης Φανή, του Φανή και της Ειρήνης Αναστάση. Ο απλοϊκός γεωργός έπεσε ηρωικά μαχόμενος και χρυσοσμίλεψε το ηρωικό έπος της Ε.Ο.Κ.Α.. Ο τέλειος άνθρωπος, ο πανάριστος, κατά τον Ησίοδο, είναι αυτός που μόνος του πάντα, όταν το σκεφτεί θα αποφασίσει ποιο είναι το καλύτερο. Ο πανάριστος Δημητράκης Φανή δεν άργησε να αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο και το έπραξε. Θυσιάστηκε στο βωμό της ελευθερίας. Επέλεξε να πεθάνει με την αξιοπρέπεια των εκλεκτών της ζωής, με τη δόξα των αντρειωμένων της ιστορίας μας.

Ο 27 ετών γενναίος Καλλής Σακκά, τέκνο του Παναγή και της Αγγελικής Σακκά. Ο νέος που διένειμε φυλλάδια και απέκρυπτε οπλισμό άφησε την τελευταία του πνοή από τα πυρά των εχθρών. Η θετή του μητέρα, στον επικήδειο λόγο της είχε πει: «Σήμερα δαφνοστέφανα, Καλλή, που πανωδκιό σου. Τριγύρω σου οι φίλοι σου, κουμπάροι στο θαφκιό σου». Και πάντα δάφνες μοσχομμυριστές θα σε ακολουθούν διότι αξίζεις κάθε έπαινο, κάθε τιμή για την ηρωική σου πράξη. Έγινες σύμβολο λαμπρό, παράδειγμα φωτεινό για να δείχνεις σε όλους εμάς τον ένδοξο και αληθινό δρόμο της ζωής αυτό της θυσίας για χάρη της πατρίδας και τον συνάνθρωπο.

Τιμούμε σήμερα ακόμη τρεις Λυσιώτες που δολοφονήθηκαν άνανδρα από Τούρκους συνεργάτες των άγγλων αποικιοκρατών. Τιμούμε τους δίδυμους αδελφούς Πέτρο και Παύλο Νικολέττη που δολοφονήθηκαν τον Ιούλιο του 1958 σε ηλικία 75 ετών και τον 56χρονο βοσκό Μιχάλη Τούμπα που σφαγιάστηκε το Σεπτέμβριο του 1958.

Τιμημένοι πεσόντες ήρωες του Δήμου της Λύσης κατά τον απελευθερωτικό αγώνα του ομηρικού έπους του 1955-1959,

Υποκλινόμαστε, αληθινά. Κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ, μπροστά στην απόλυτη πίστη και αφοσίωσή σας προς την πατρίδα, αλλά και στη μεγαλοπρέπεια της ψυχής σας: γιατί υπερβήκατε την ανθρώπινη φύση σας, γιατί ξεπεράσατε την ασίγαστη επιθυμία σας για ζωή, γιατί αγωνιστήκατε, προσφέρατε, πολεμήσατε υπέρ βωμών και εστιών και θυσιαστήκατε για ύψιστα, αθάνατα και αιώνια ιδανικά και ιδεώδη Αληθούς Πίστεως, Πατρίδος, παραδόσεως και λαμπρής ιστορίας. Θα είστε πάντα οι νέοι και θαλεροί, η προσωποποίηση της ζώσας συνείδησης της Κύπρου, οι δάσκαλοι της αρετής, της ανδρείας, της τόλμης, της αγνότητας, της ανιδιοτέλειας, της αξιοπρέπειας, της ευψυχίας. Το χρέος μας απέναντί σας είναι ακέραιο. Χρωστάμε τη δική μας ύπαρξη στη δική σας θυσία, στο δικό σας αγώνα για ελευθερία.

Ειδικότερα σήμερα, που το νησί μας δοκιμάζεται, όχι μόνο ένεκα της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής του 37% της κυπριακής γης, αλλά και λόγω του κλονισμού των πατροπαράδοτων αξιών, αρχών και ιδανικών του τόπου μας, έχουμε, όσο ποτέ άλλοτε, ανάγκη της νοερής παρουσίας σας· του παραδείγματός σας. Του πνεύματος και του μηνύματος του αγώνα και της θυσίας σας. Της συναίσθησης της εθνικής ευθύνης που σας διέκρινε και του ένθερμου ζήλου σας για την πατρίδα. Η αυταπάρνηση, η γενναιότητα, η φιλοπατρία, η αυτοθυσία, η προσήλωση στις πνευματικές και ηθικές αξίες του κυπριακού ελληνισμού ήταν οι αρετές που ύφαιναν τη δόξα και το μεγαλείο του αγώνα της ΕΟΚΑ. Τα ιδανικά για εσάς τους αγνούς αγωνιστές δεν ήταν συνθήματα, αλλά ζωντανά βιώματα, καθημερινός τρόπος ζωής. Η απόφαση να πεθάνετε πολεμώντας, η απόφαση να μην παραδοθείτε, δεν ήταν ένα στιγμιαίο σκίρτημα, που το δημιούργησε η κορύφωση του ενθουσιασμού μέσα στον πυρετό της δόξας. Ήταν η προσωπική σας ελεύθερη εκλογή και επιλογή. Και αυτό ακριβώς δίνει ακόμη περισσότερη αξία στη θυσία σας. Και αυτό ακριβώς φανερώνει ακόμη περισσότερο το μεγαλείο και το θαύμα της ψυχής σας.


Κυρίες και Κύριοι,

Μέσα στην καταχνιά που σκορπίζει στην Κύπρο η τουρκική κατοχή και η αλαζονική αδιαλλαξία της Άγκυρας, προβάλλει και φέτος η επέτειος της 1ης Απριλίου για να θερμάνει με το φως της τις καταρρακωμένες καρδιές μας και να μας κάνει να θυμηθούμε και πάλι τη δόξα και το όραμα της επικής γενιάς του 1955. Μιας γενιάς που είχαμε την τιμή να μας μεγαλώσει. Είχε η γενιά μας μεγαλώνοντας, ζωντανά παραδείγματα ηρωισμού. Λεβέντες που πρόταξαν βροντερά το «ου περί χρημάτων ποιούμεθα τον αγώνα, αλλά περί αρετής». Έχουμε βαθιές ρίζες. Μας άφησαν χρυσή κληρονομιά. Δεν είναι δυνατό σήμερα να φανούμε κατώτεροι των περιστάσεων. Δεν είναι δυνατό να μην τιμούμε και να μην αναγνωρίζουμε τη θυσία όλων εκείνων που έχυσαν το αίμα τους για να έχουμε εμείς σήμερα κρατική υπόσταση. Οι αξίες του ελληνισμού έχουν εμποτιστεί από το αίμα και τις ιδέες του Αυξεντίου, του Μάτση, του Παλληκαρίδη, του Κολοκοτρώνη, του Πλάτωνα, του Σωκράτη, του Περικλή, του Αισχύλου, του Πυθαγόρα, του Λεωνίδα, του Ομήρου, όλων αυτών που αποτελούν τα θεμέλια της ιδέας που ονομάζεται Ελλάδα. Μιας ιδέας υπέρλαμπρης που ξεπρόβαλε σε τούτο το πολύπαθο νησί, τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια πριν, με τον Τεύκρο, τον Πράξανδρο, τον Δημοφώντα, τον Αγαπήνορα, τον Ακάμα, τον Χύτρο, τον Κηφέα, τον Χαλκάνωρα, τον Γόλγο, τους Αργείους.

Μα ο λαός μας, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα βρίσκεται υπό κατοχή. Ο ένδοξος λαϊκός ποιητής της Λύσης, Παύλος Λιασίδης διερωτάται:

«Λύση, χωρκόν μου όμορφον που δα το φως του νήλιου
έτσι εννα μείνω πάντα μου σκλάβος λαλείς τ’ αντήλιου;
Να μεν δω πιον τα κάλλη σου; Σιήλιες ιδέες βάλλω
τζιαι ‘που τον νουν μου τίποτες, ούτ’ ώραν εν σε βκάλλω».

Δεν έχουμε, ούτε στιγμή, εδώ και 43 χρόνια, λησμονήσει τα κατεχόμενα χωριά μας. Δεν έχουμε καμφθεί, δεν έχουμε παραιτηθεί, δεν έχουμε συμβιβαστεί με τα τετελεσμένα της τουρκικής κατοχής. Έχουμε στη μνήμη μας πάντοτε εκείνες τις ένδοξες στιγμές του 1955-1959 και διατηρούμε άσβεστη την ελπίδα για τελική δικαίωση και διεκδικούμε σθεναρά τα δίκαια της πατρίδας μας. Έχουμε, άλλωστε, ο καθείς από τη θέση που βρίσκεται, βαρύ χρέος και τεράστια ευθύνη απέναντι στους ήρωές μας, απέναντι στην πατρίδα και στην ιστορία, να αγωνιστούμε αταλάντευτα, με σωφροσύνη, ομοψυχία και υπευθυνότητα, για τον τερματισμό της κατοχής για την ενότητα του κράτους μας για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών του συνόλου του κυπριακού λαού.

Οι δύσκολες συγκυρίες που βιώνει ο τόπος μας, αλλά και ο αγώνας και η θυσία των ηρώων μας επιτάσσουν όπως οι θεσμοί και φορείς του κράτους μας, που τάχθηκαν να υπηρετούν τον άνθρωπο και την πολιτεία, λειτουργούν ως πρότυπα φιλοπατρίας, δικαιοσύνης, δημοκρατίας, μα προπαντός, ως πρότυπα ορθολογιστικών στάσεων και συμπεριφορών.

Ο καθένας μας κατέχει μια θέση ευθύνης απέναντι στην κοινωνία και τον συνάνθρωπό μας. Αυτή την ευθύνη πρέπει να την αναλάβουμε για να συμβάλουμε στην αναγέννηση της πατρίδας μας. Όχι με λόγια, αλλά με πράξεις.

Για όλους εμάς στην Αστυνομία, από την πιο υψηλή βαθμίδα της Ηγεσίας, τον Αρχηγό και τους συνεργάτες μου, μέχρι τον πιο απλό Αστυνομικό, η ευθύνη που μας αναλογεί είναι ξεκάθαρη και την αναλαμβάνουμε. Είναι η καθημερινή, θα έλεγα, επιτέλεση του λειτουργήματός μας, με συνειδητή και απόλυτη προσήλωση στην αποστολή μας. Η προστασία του πολίτη και των δικαιωμάτων του σε μια ευνομούμενη σύγχρονη πολιτεία, σε κάθε επίπεδο της ζωής. Μια σύγχρονη Αστυνομία που συνεχώς αναβαθμίζεται και βελτιώνεται για να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών μας. Σας διαβεβαιώνω ότι η προσήλωσή μας και η ευθύνη μας για μια ασφαλέστερη κοινωνία, είναι η καρδιά της συνολικής λειτουργίας μας.

Αυτό είναι το χρέος μας σήμερα και συνιστά το καλύτερο μνημόσυνο, καθώς και την ελάχιστη ανταπόδοση απέναντι στον αγώνα και στη θυσία όλων των παλληκαριών που γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του τόπου μας. Το οφείλουμε στους ήρωές μας, αλλά και στις τωρινές και επερχόμενες γενιές να λειτουργούμε ως ένας ισχυρός μηχανισμός άμυνας ενάντια σε φαινόμενα οργανωμένου εγκλήματος, διαφθοράς και διαπλοκής, προάγοντας αρχές, αξίες και ιδανικά που τόση ανάγκη έχει σήμερα η κοινωνία μας και που με τον αγώνα και τη θυσία τους υπέδειξαν οι ήρωες τους οποίους, εκ καθήκοντος, τιμούμε σήμερα.

«Των Αθανάτων το κρασί το 'βρετε 'σείς και πίνετε. Ζωή σε σάς ο θάνατος κι αθάνατοι θα μείνετε». Αιωνία ας είναι η μνήμη των ηρώων μας και η δόξα που θα τους συνοδεύει.