Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας Κύπρου

Με την ευκαιρία της παρουσίασης των αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, κατόπιν πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και την υποστήριξη του Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου, την Κοινοπραξία Ασφαλιστών και το Ταμείο Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων, σε σχέση με την οδική ασφάλεια και την επάρκεια ή μη των υφιστάμενων ποινών ο Αρχηγός Αστυνομίας τοποθετείται ως ακολούθως:


Η μείωση των θανατηφόρων τροχαίων αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της Αστυνομίας. Είναι κρίμα να χάνονται ανθρώπινες ζωές στην άσφαλτο ή συνάνθρωποί μας να καταβάλλουν το ακριβό τίμημα των σοβαρών τραυματισμών για όλη τους τη ζωή, εξαιτίας ανευθυνότητας ή απερισκεψίας, είτε δικής τους είτε άλλων. Οι εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης που διεξάγει η Αστυνομία είναι ολόχρονες και συστηματικές και διαδραματίζουν τον δικό τους σημαντικό ρόλο στην καλλιέργεια οδικής συνείδησης.


Η επιστημονική έρευνα που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπό την εποπτεία του καθηγητή Ανδρέα Καπαρδή, επιβεβαιώνει ότι, ο πλέον αποτρεπτικός παράγοντας με βάση την διεθνή εμπειρία, για τη μείωση του αριθμού των θυμάτων από οδικές συγκρούσεις, είναι οι αυστηρές ποινές.

Είναι φανερό ότι η Κύπρος υστερεί σημαντικά σε ό,τι αφορά την αυστηρότητα των ποινών που προβλέπονται από την υπάρχουσα νομοθεσία. Εάν θέλουμε να αντικρίσουμε το πρόβλημα κατάματα και να προσεγγίσουμε τα ελάχιστα επίπεδα ασφαλούς οδήγησης που υπάρχουν σε προηγμένες στον τομέα αυτό ευρωπαϊκές χώρες, θέση μας είναι ότι θα πρέπει να εφαρμόσουμε αντίστοιχες ποινές και παρόμοια μέτρα.

Περαιτέρω, στην υπό αναφορά μελέτη, υπάρχει η εισήγηση για ενίσχυση της αστυνόμευσης στο οδικό δίκτυο. Ήδη στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της και του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, η Αστυνομία καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να έχει αισθητή παρουσία στο οδικό δίκτυο, με έμφαση στις κατοικημένες περιοχές και στο δευτερεύον οδικό δίκτυο, όπου θρηνούμε τα περισσότερα θύματα. Η πραγματική όμως ενίσχυση της αστυνόμευσης των δρόμων θα επιτευχθεί με τη λειτουργία του συστήματος φωτοεπισήμανσης. Αυτό θα συμβάλει τα μέγιστα στην αποτροπή της ΑΝΟΜΙΑΣ στους δρόμους, καθότι οι ποινές από μόνες τους, όπως αναφέρεται και στην έρευνα, δεν αρκούν. Απαιτείται να υπάρχει αυξημένη πιθανότητα εντοπισμού του παραβάτη. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, το σύστημα αυτό συμβάλλει ουσιαστικά στην πρόληψη και μείωση των οδικών συγκρούσεων, αλλά και στην εμπέδωση οδικής συνείδησης. Αυτές οι επισημάνσεις καταγράφονται σε ετήσια έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφάλειας Μεταφορών (European Transport Safety Council) που δημοσιεύθηκε πολύ πρόσφατα, τον Ιούνιο του 2016.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω τα εξής:


Κάθε χρόνος που περνά χωρίς δραστικές αποφάσεις, όπως είναι οι αυστηρότερες ποινές και η εφαρμογή σύγχρονων συστημάτων φωτοεπισήμανσης, αποτελεί τροχοπέδη για την Αστυνομία στην τιτάνια προσπάθεια, που καταβάλλουμε μαζί με τους εταίρους μας για να μειώσουμε τον αριθμό των θυμάτων από οδικές συγκρούσεις. Θα πρέπει να καταβάλουμε ως πολιτεία, τη μέγιστη προσπάθεια. Η επιστημονική έρευνα και η διεθνής εμπειρία, μας παροτρύνουν να σκεφτούμε διαφορετικά και συλλογικά ως πολιτεία να ανταποκριθούμε σε κάτι ποιοτικά καλύτερο. Με ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, ισχυρή πίστη στο καθήκον μας και με σεβασμό απέναντι στους πολίτες μας.